- ἀκατάχρηστος
- ἀκατά-χρηστος, ον,A unused, Eust.812.52, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακατάχρηστος — ἀκατάχρηστος, ον (Μ) [καταχρῶμαι] άχρηστος ή αμεταχείριστος … Dictionary of Greek
ἀκατάχρηστον — ἀκατάχρηστος unused masc/fem acc sg ἀκατάχρηστος unused neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)